- αἰχμαλωτίζοντας
- αἰχμαλωτίζωtake prisonerpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek
πέρθω — Α (ποιητ. τ.) 1. (σχετικά με πόλεις) ερημώνω, αφανίζω και, κυρίως, καταλαμβάνω επιφέροντας καταστροφές, διαπράττοντας λεηλασίες ή αιχμαλωτίζοντας ανθρώπους («ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν», Ομ. Οδ.) 2. (σχετικά με πρόσ.) θανατώνω 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
Δαβίδ — I (τέλη 5ου – αρχές 6ου αι. μ.Χ.). Νεοπλατωνικός φιλόσοφος από το Νέρκεν της Αρμενίας. Ο πρώτος του δάσκαλος ήταν ο Αρμένιος πατριάρχης Ισαάκ Α’. Πραγματοποίησε τις σπουδές του στην Αθήνα, στην Έδεσσα, στην Κωνσταντινούπολη και στην Αλεξάνδρεια.… … Dictionary of Greek
Ιάνος Λουζινιάν — (Janus Lusignan, 1374 – 1432). Βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, της Αρμενίας και της Κύπρου (1398 1432). Ήταν γιος του βασιλιά της Κύπρου, Ιακώβου Α’, τον οποίο διαδέχθηκε μετά τον θάνατό του. Μόλις ανέλαβε την εξουσία, επιχείρησε να ανακαταλάβει την… … Dictionary of Greek
Καρίταινα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 271 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, 54 χλμ. Δ της Τρίπολης. Αποτελεί έδρα του δήμου Γόρτυνος. Ιστορία. Η ονομασία της Κ. αναφέρεται ως οικισμός στα… … Dictionary of Greek
Κατσώνης, Λάμπρος — (Λιβαδειά 1752; – Κριμαία 1804). Πολέμαρχος. Η πολεμική δράση του κατά τους Ρωσοτουρκικούς πολέμους τροφοδότησε τα όνειρα των Ελλήνων για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και συγκαταλέγεται στις σοβαρότερες επανασταστικές ενέργειες που έγιναν… … Dictionary of Greek
Κονταρίνι — (Contarini). Επώνυμο οικογένειας ευγενών από τη Βενετία. 1. Αλβίζε (Alvise, 17ος αι.). Δόγης της Βενετίας (1676 84). Στην προσπάθειά του να εξαλείψει τα ίχνη του πολέμου εναντίον της Τουρκίας στην Κρήτη, φρόντισε να αποφύγει τις συγκρούσεις.… … Dictionary of Greek
Κοσίμπα, Μασατόσι — (Masatoshi Koshiba, Τογιοχάσι, Ιαπωνία 1926 –). Ιάπωνας φυσικός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Τόκιο το 1951 και το 1955 ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στη φυσική στο πανεπιστήμιο του Ρότσεστερ των ΗΠΑ. Το 1970 ανακηρύχθηκε καθηγητής φυσικής… … Dictionary of Greek
Λικάρης ή Λικάριος — (13ος αι.). Φράγκος ιππότης και βυζαντινός αξιωματούχος. Γεννήθηκε στην Κάρυστο, ενώ αναφέρεται και με το όνομα Ικάριος. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Εύβοια από τη Βικεντία. Μολονότι ήταν ένας άσημος ευπατρίδης, παντρεύτηκε τη Φελίζα,… … Dictionary of Greek
Τομπρούκ — Πόλη της βορειοανατολικής Λιβύης, στην επαρχία Ντέρνα, σε θαυμάσια στρατηγική θέση στην παράκτια οδό και στον μοναδικό κόλπο που προστατεύεται από ένα μακρύ τμήμα ακτής. Οι Ιταλοί κατέλαβαν το Τ. στις 4 Οκτωβρίου 1911 και μετέτρεψαν το μικρό… … Dictionary of Greek